αναπροεξόφληση

αναπροεξόφληση
Η προεξόφληση από την εκδοτική τράπεζα συναλλαγματικών, που έχουν στην κατοχή τους οι εμπορικές τράπεζες. Ο τόκος με τον οποίο προεξοφλεί η κεντρική τράπεζα συναλλαγματικές του είδους λέγεται αναπροεξοφλητικό επιτόκιο.
* * *
η
προεξόφληση τού χαρτοφυλακίου συναλλαγματικών και γραμματίων μιας τράπεζας από άλλη προς ενίσχυση τής ρευστότητάς της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναπροεξοφλώ — ( έω) κάνω αναπροεξόφληση …   Dictionary of Greek

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”